- ραβδονόμος
- -ον, Α1. αυτός που κρατά και κινεί ράβδο, ραβδοφόρος2. (για τους Ρωμαίους) αυτός που κρατά δέσμη ράβδων με πέλεκυ στη μέση, ο ραβδούχος3. (για άρχοντα) αυτός που φέρει ράβδο ως ένδειξη τής εξουσίας που έχει, όπως λ.χ. ήταν ο δικαστής ή ο κριτής ενός αγώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -νόμος*].
Dictionary of Greek. 2013.